Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύχρως — εὔχρως, ων (Α) 1. εύχρους 2. φρ. μουσ. «εὔχρων μέλος» το μέλος που εμφανίζει καλό μουσικό χρωματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ευχρωτώ — εὐχρωτῶ, έω (Α) [εύχρως] επίγρ. υγιαίνω … Dictionary of Greek